- εκμαιεύω
- 1. ξεγεννώ επίτοκο2. με πλάγια μέσα αποσπώ ομολογία ή συγκατάθεση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκμαιεύω — εκμαιεύω, εκμαίευσα βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εκμαιεύω — εκμαίεψα, εκμαιεύτηκα, μτβ., κατορθώνω με πλάγια μέσα να αποσπάσω μυστικό, ομολογία, υπόσχεση κτλ.: Οι αστυνομικοί εκμαιεύουν την αλήθεια από τους κακοποιούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαιεύω — και μαιεύομαι (AM μαιεύομαι) [μαία] 1. (για μαία και μαιευτήρα) βοηθώ επίτοκη να γεννήσει, ξεγεννώ 2. αποσπώ απάντηση ή ομολογία με τη μαιευτική τέχνη τού Σωκράτους, εκμαιεύω μσν. αρχ. μτφ. φέρνω στο φώς, εμφανίζω για πρώτη φορά αρχ. 1. ενεργώ ως … Dictionary of Greek